Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλντερίμι
2 εγγραφές [1 - 2]
καλντερίμι το [kalderími] & καλντιρίμι το [kaldirími] Ο44 : 1. επίστρωση ενός δρόμου με ακατέργαστες πέτρες: Xάλασε το ~. Θα χαλάσουν το ~ και θα στρώσουν το δρόμο με άσφαλτο. 2. δρόμος, συνήθ. στενός και ανηφορικός, στρωμένος με ακατέργαστες πέτρες· (πρβ. λιθόστρωτο): Aνηφόρισε το ~.

[τουρκ. kaldιrιm και τροπή του άτ. [ir > er] ]

καλντεριμιτζού η [kalderimidzú] Ο37 : (λαϊκ.) γυναίκα ελευθερίων ηθών· γυναίκα του πεζοδρομίου, τροτέζα.

[καλντερίμ(ι) -ιτζού, θηλ. του -ιτζής (πρβ. τουρκ. kaldιrιmcι για άντρα που τριγυρνάει στους δρόμους)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες