Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλλωπίζω [kalopízo] -ομαι Ρ2.1 : βελτιώνω την εμφάνιση κάποιου, τον κάνω αισθητικά ευχάριστο, τον ομορφαίνω: Kαλλωπίστηκε ο χώρος με παρτέρια και δενδροστοιχίες. || (παθ., συνήθ. πειραχτικά) περιποιούμαι την εξωτερική μου εμφάνιση, με ωραίο χτένισμα, ντύσιμο, μακιγιάζ κτλ.
[λόγ. < αρχ. καλλωπίζω]