Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλλυντικός -ή -ό [kalindikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για την περιποίηση και για τη βελτίωση του δέρματος του σώματος και ειδικότερα του προσώπου και των χεριών, κυρίως ως ουσ. το καλλυντικό, συνήθ. πληθ., παρασκεύασμα με βάση φυσικές ή φαρμακευτικές ουσίες, που χρησιμοποιείται για να καλύψει, να προλάβει ή να θεραπεύσει ανωμαλίες του δέρματος, συνήθ. του προσώπου: Kαλλυντικά για τη γυναικεία ομορφιά.
[λόγ. < ελνστ. καλλυντικός `που καθαρίζει, κουρέας΄]