Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλλονή η [kaloní] Ο29 αρσ. καλλονός [kalonós] Ο17 στη σημ. 3 : 1. ομορφιά, κάλλος: Γυναίκα περίφημη για την ~ της. H Ελλάδα έχει πολλές φυσικές καλλονές, πολύ ωραία τοπία. (λόγ. έκφρ.) εκπάγλου* καλλονής. Iνστιτούτο καλλονής, παλαιότερη ονομασία για ινστιτούτο αισθητικής. 2. χαρακτηρισμός πάρα πολύ όμορφης γυναίκας: Στα νιάτα της υπήρξε ~. || πολύ όμορφη γυναίκα: Στα καλλιστεία έλαβαν μέρος πολλές καλλονές. Mια μαύρη ~. 3. (αρσ., προφ. ή και ειρ.) άντρας πολύ όμορφος.
[λόγ. < αρχ. καλλονή `ομορφιά΄ (σπάν. συν. της λ. κάλλος) σημδ. γαλλ. beauté· λόγ. καλλον(ή) -ός (αναδρ. σχημ.)]