Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλλιστεία τα [kalistía] Ο39 : διοργάνωση κατά την οποία διαγωνίζονται νεαρές κοπέλες για να βραβευτεί η πιο όμορφη και η πιο καλλίγραμμη· διαγωνισμός ομορφιάς: ~ για την ανάδειξη της σταρ Ελλάς. || ~ σκύλων.
[λόγ. < ελνστ. καλλιστεῖα `θρησκευτική γιορτή και διαγωνισμός ομορφιάς στη Λέσβο΄, αρχ. σημ.: `το ομορφότερο βραβείο΄ (εν. καλλιστεῖον: `προσφορά του πιο όμορφου (δώρου)΄)]