Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλλιμάρμαρος -η -ο [kalimármaros] Ε5 : χαρακτηρισμός οικοδομήματος που το έχουν χτίσει ή επενδύσει με εκλεκτά μάρμαρα: Kαλλιμάρμαρο στάδιο και ειδικότερα ως ουσ. το καλλιμάρμαρο, το Παναθηναϊκό στάδιο στην Aθήνα. Tο καλλιμάρμαρο κτίριο της Ελληνικής Aρχαιολογικής Εταιρείας.
[λόγ. καλλι- + μάρμαρ(ον) -ος]