Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλιμάρμαρος
1 εγγραφή
καλλιμάρμαρος -η -ο [kalimármaros] Ε5 : χαρακτηρισμός οικοδομήματος που το έχουν χτίσει ή επενδύσει με εκλεκτά μάρμαρα: Kαλλιμάρμαρο στάδιο και ειδικότερα ως ουσ. το καλλιμάρμαρο, το Παναθηναϊκό στάδιο στην Aθήνα. Tο καλλιμάρμαρο κτίριο της Ελληνικής Aρχαιολογικής Εταιρείας.

[λόγ. καλλι- + μάρμαρ(ον) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες