Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλιγράφος
1 εγγραφή
καλλιγράφος ο [kaliγráfos] Ο18 θηλ. καλλιγράφος [kaliγráfos] Ο35 : αυτός που γράφει καλλιγραφικά.

[λόγ. < ελνστ. καλλιγράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες