Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλιέπεια
1 εγγραφή
καλλιέπεια η [kaliépia] Ο27 : (λόγ.) λόγος πολύ φροντισμένος, γλαφυρός και κοσμημένος με καλολογικά στοιχεία.

[λόγ. < ελνστ. καλλιέπεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες