Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλησπέρα [kalispéra] επιφ. : χαιρετισμός που απευθύνουμε σε κπ. όταν τον συναντήσουμε τις απογευματινές ή τις βραδινές ώρες, ευχή να περάσει καλά αυτό το διάστημα: ~! (με προσ. αντων., συνήθ. στον πληθ.) ~ σας κυρία / παιδιά! || (ως ουσ.) η καλησπέρα, χαιρετισμός με «καλησπέρα»: Δε θα μείνω, μια ~ μόνο να σας πω.
[φρ. καλή εσπέρα με αποφυ γή της χασμ.]