Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλημέρα [kaliméra] επιφ. : I. χαιρετισμός που απευθύνουμε σε κπ., όταν τον συναντήσουμε τις πρωινές ώρες, ευχή να περάσει καλά την ημέρα του· καλή σου / σας μέρα: ~! (με προσ. αντων. συνήθ. στον πληθ.) ~ σας κύριε! Γιώργο, Mαίρη ~ σας! Λέω ~, καλημερίζω || (ως ουσ.) η καλημέρα, χαιρετισμός με «καλημέρα»: Πέρασα να σου πω μια ~. (Δώσε) την ~ μου στον τάδε. (έκφρ.) έχουν κόψει και την ~ / δε λένε ούτε ~, έχουν διακόψει τελείως τις σχέσεις τους, δε μιλιούνται. δεν έχουν ούτε ~, δε λένε ούτε καλημέρα. δε θέλω ούτε την ~ κάποιου, δε θέλω να έχω καμία σχέση μαζί του. II. κέντημα ή καθρέφτης κρεβατοκάμαρας, με κεντημένη ή γραμμένη τη λέξη «καλημέρα».
[μσν. καλημέρα < φρ. καλή μέρα]