Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλέμι το [kalémi] Ο44 : 1. εργαλείο λιθοξόου ή ξυλουργού, είδος σμίλης με πεπλατυσμένη κόψη. 2. (παρωχ.) πένα ή μολύβι.
[αντδ. < τουρκ. kalem -ι < αραβ. kalam (στη νέα σημ.) < αρχ. κάλαμος]