Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακοτράχαλος -η -ο [kakotráxalos] Ε5 : 1. (για έδαφος, τόπο) που είναι βραχώδης ή πετρώδης και κατά συνέπεια δύσβατος: Kακοτράχαλη πλαγιά. Kακοτράχαλο βουνό / μονοπάτι. 2. (μτφ., λογοτ., για πρόσ.) α. που έχει άγρια και απωθητική όψη. β. που είναι σκληρός και δύστροπος.
[ίσως *κακοτροχαλός < κακο- + τροχαλ(ός) -ος (δες στο τρόχαλος) με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] και μετακ. τόνου κατά τα σύνθετα]