Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καιροσκοπώ [keroskopó] Ρ10.9α : περιμένω να παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία για να την εκμεταλλευτώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χωρίς να περιορίζομαι από ηθικούς ή άλλους φραγμούς. || (ειδικότ., πολ.) ενεργώ ανάλογα με τις περιστάσεις, έστω και αν αυτό συνεπάγεται παράβαση των ιδεολογικών και πολιτικών μου αρχών.
[λόγ. < ελνστ. καιροσκοπῶ]