Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθώς [kaθós] επίρρ. : με πολλαπλή λειτουργία· εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: I. αναφορικές· δηλώνει τρόπο ή συμφωνία· όπως: Άπλωσε τα χέρια του, ~ θα τα άπλωνε για να αγκαλιάσει κπ., όπως ακριβώς, με τον ίδιο τρόπο. Φόρεσε τα καλά του, ~ ταίριαζε στην περίπτωση. ~ ακούω, δεν πρόκειται να αργήσουν. Δεξιά ~ μπαίνεις είναι η κουζίνα, μπαίνοντας, όπως μπαίνεις. || συχνά παρενθετικά: Kουβαλούν μαζί τους, ~ συνηθίζεται, κι ένα καλαθάκι με το πρόγευμα. (έκφρ.) ~ πρέπει, καθωσπρέπει. || σε αναφορικές παραβολικές ή παρομοιαστικές προτάσεις εκφέρει το α' σκέλος παρομοιώσεων: ~ κυλάει το νερό, έτσι
|| σε ελλειπτι κό λόγο προσθέτει έναν επιπλέον αλλά ισοδύναμο προς τους προηγούμενους όρο· όπως: Tο σχόλιο είναι απάντηση σε ορισμένες παρατηρήσεις που έγιναν, ~ επίσης και στους σαφείς υπαινιγμούς ορισμένων. II. χρονικές· δηλώνει: 1. πράξη που διαρκεί, συμβαίνει συγχρόνως με την πράξη της κύριας πρότασης· όπως, ενώ, όσο: ~ προχωρούσα, αναρωτιόμουν γιατί πηγαίνω. ~ κυλά το νερό, ποτίζονται συγχρόνως και τα παρτέρια. ~ θα ετοιμάζεσαι, θα πεταχτώ ως το περίπτερο. 2. πράξη η οποία ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη στο παρελθόν, διακόπηκε από μία άλλη· ενώ, ενό σω, την ώρα που: ~ ετοιμαζόμουν για να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο. 3. πράξη στιγμιαία και σύγχρονη με την πράξη της κύριας πρότασης· μόλις: ~ τον είδα από μακριά, τον κατάλαβα αμέσως. ~ τον είδα να έρχεται, άλλαξα δρόμο. III. αιτιολογικές· επειδή: ~ ήταν πολύ ψηλός, εύκολα τον διέκρινες από μακριά. Γελαστή και όμορφη ~ ήταν, τους είχε ξετρελάνει όλους, έτσι που ήταν γελαστή
[I: αρχ. καθώς· ΙΙ: ελνστ. σημ.· III: μσν. σημ.]
- καθωσπρέπει [kaθosprépi] επίρρ. : όπως πρέπει, όπως επιβάλλουν οι κανόνες της καλής συμπεριφοράς. || (ως επίθ.): Είναι ένας ~ άνθρωπος. Πολύ ~ εστιατόριο, για καθωσπρέπει ανθρώπους. || (κάποτε και ειρ.): Πολύ ~ μας το παίζει τελευταία.
[λόγ. φρ. καθώς πρέπει μτφρδ. γαλλ. comme il faut]
- καθωσπρεπισμός ο [kaθosprepizmós] Ο17 : συμπεριφορά σύμφωνη με τους τύπους της καλής αγωγής, που τη χαρακτηρίζει όμως η έλλειψη ψυχικής ευγένειας και ειλικρίνειας.
[λόγ. καθωσπρέπ(ει) -ισμός]