Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθοίκι το [kaθíki] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) δοχείο για ούρηση και αφόδευση· αγγειό. 2. (μτφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός ατόμου αισχρού, πολύ χαμηλού ηθικού επιπέδου: Bρε το ~ τι μου ΄κανε! Πες σ΄ αυτό το ~ ότι, αν τον ξαναδώ μπροστά μου, κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει.
καθοικάκι το YΠΟKΟΡ (οικ.) μικρό δοχείο για παιδιά· γιογιό 2. [μσν. καθοίκι < φρ. κατ΄ οίκ(ον) `στο σπίτι΄ -ι ( [t > θ] ίσως κατά το καθημερινός)]