Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθαίρεση η [kaθéresi] Ο33 : η ενέργεια του καθαιρώ, η αφαίρεση αξιώματος από κπ.: Στρατιωτική ~, ατιμωτική ποινή που επιβάλλεται σε αξιωματικούς. Kληρικός καταδικάστηκε σε ~, με την οποία επανέρχεται στην τάξη που ανήκε πριν γίνει κληρικός.
[λόγ. < ελνστ. καθαίρε(σις) -ση, αρχ. σημ.: `γκρέμισμα΄]
- καθαίρω [kaθéro] -ομαι Ρ σπάν. αόρ. εκάθαρα, απαρέμφ. καθάρει, παθ. αόρ. καθάρθηκα, απαρέμφ. καθαρθεί, μππ. καθαρμένος : (λόγ.) εξαγνί ζω.
[λόγ. < αρχ. καθαίρω]
- καθαιρώ [kaθeró] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. καθαιρέθηκα, απαρέμφ. καθαιρεθεί, μππ. καθαιρεμένος και καθηρημένος* : αφαιρώ από κπ. το αξί ωμα ή το βαθμό που κατέχει, τον κηρύσσω έκπτωτο: ~ ένα βασιλιά, τον εκθρονίζω. ~ έναν αξιωματικό / έναν κληρικό. Ο επίσκοπος καθαιρέθηκε από τον πατριάρχη και αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Kαθαιρέθηκε η ηγεσία του κόμματος.
[λόγ. < ελνστ. καθαιρῶ, αρχ. σημ.: `κατεβάζω, ρίχνω΄]