Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθαγιάζω [kaθajiázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κάνω κτ. ιερό, το αγιάζω: Ο ναός καθαγιάζεται με την τοποθέτηση των ιερών λειψάνων στο Άγιο Bήμα. Οι αγωνιστές της ελευθερίας με το αίμα τους καθαγίασαν τα χώματα της πατρίδας. Kαθαγιασμένοι τόποι.
[λόγ. < ελνστ. καθαγιάζω]