Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθέλκυση η [kaθélkisi] Ο33 : η ενέργεια του καθελκύω, η διαδικασία με την οποία ένα πλοίο, του οποίου η κατασκευή ή η επισκευή έχει τελειώσει, μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό· καθελκυσμός.
[λόγ. καθελκύ(ω) -σις > -ση]