Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καζαντίζω
1 εγγραφή
καζαντίζω [kazandízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) κερδίζω πολλά χρήματα και σχηματίζω μεγάλη περιουσία.

[μσν. καζαντίζω < τουρκ. kazand(ι) (γ' εν. αορ. του kazanmak) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες