Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καζάκα
1 εγγραφή
καζάκα η [kazáka] Ο25 : μπλούζα φαρδιά, μακριά, ριχτή και κλειστή στο λαιμό.

[ιταλ. casacca]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες