Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καγιάκ το [kaják] Ο (άκλ.) : μονοθέσια, ελαφριά, ψαράδικη βάρκα των Εσκιμώων. || είδος κανό που χρησιμοποιείται σε αγώνες κωπηλασίας.
[λόγ. < γαλλ. kayak < αγγλ. kayak (από τα εσκιμώικα)]