Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καίριος -α -ο [kérios] Ε6 : για κτ. που γίνεται όταν και όπου πρέπει, ώστε να είναι αποτελεσματικό: Kαίριο πλήγμα / χτύπημα / τραύμα, θανατηφό ρο. || (επέκτ.) πολύ σοβαρός, κρίσιμος ή σημαντικός: Kαίρια προβλήματα. Προβλήματα που έχουν καίρια σημασία. Kαίριο ερώτημα, πολύ ουσιώδες. Πρόσωπα που κατέχουν καίριες θέσεις, θέσεις κλειδιά.
καίρια ΕΠIΡΡ: Οι κατηγορίες του έπληξαν ~ τους πολιτικούς αντιπάλους του. [λόγ. < αρχ. καίριος]