Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κήτος
1 εγγραφή
κήτος το [kítos] Ο46 : 1. γενική ονομασία για τα πολύ μεγάλα θαλάσσια θηλαστικά, όπως είναι η φάλαινα και το δελφίνι. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου υπερβολικά ογκώδους.

[λόγ. < αρχ. κῆτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες