Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κέρμα το [kérma] Ο48 : μεταλλικό νόμισμα μικρής αξίας: Πορτοφόλι με θήκη για κέρματα. || αντίστοιχης μορφής αντικείμενο, που αντιπροσωπεύει ορισμένη αξία και διατίθεται για ειδική χρήση: Tηλεφωνικό ~. ~ για το παρκόμετρο.
[λόγ. < αρχ. κέρμα]
- κερματίζω [kermatízo] -ομαι Ρ2.1 : κατακερματίζω.
[λόγ. < αρχ. κερματίζω]
- κερματισμός ο [kermatizmós] Ο17 : ο κατακερματισμός.
[λόγ. < μσν. κερματισμός < κερματισ- (κερματίζω) -μός]
- κερματοδέκτης ο [kermatoδéktis] Ο10 : μηχανισμός που ενεργοποιείται με κέρματα: Tηλέφωνο με κερματοδέκτη. || γενική ονομασία μηχανημάτων που λειτουργούν με κέρματα: Οι νέοι κερματοδέκτες των αστικών λεωφορείων.
[λόγ. κερματ- (κέρμα) -ο- + δέκτης]