Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κέλευσμα
1 εγγραφή
κέλευσμα το [kélevzma] Ο49 : (λόγ.) το κάλεσμα ή η προσταγή: Yπακούει στα κελεύσματα της πατρίδας / των προστατών του.

[λόγ. < αρχ. κέλευσμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες