Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάτοικος
1 εγγραφή
κάτοικος ο [kátikos] Ο19 θηλ. κάτοικος [kátikos] Ο36 : αυτός που διαμένει σ΄ έναν τόπο, που έχει την κατοικία του σ΄ αυτόν: H Ελλάδα έχει περίπου δέκα εκατομμύρια κατοίκους. Οι κάτοικοι των χωριών και των πόλεων. Ο αριθμός των κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο δείχνει την πυκνότητα του πληθυσμού. Πόσοι είναι οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού / της περιοχής; || Οι κάτοικοι των σπηλαίων.

[λόγ. < αρχ. κάτοικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες