Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάτεργο το [káterγo] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : χαρακτηρισμός της ποινής των καταναγκαστικών έργων: Στέλνω κπ. στα κάτεργα, του επιβάλλω την ποινή των καταναγκαστικών έργων. || για να δηλώσουμε τόπο εργασίας, όπου επικρατούν πολύ σκληρές συνθήκες: Δούλεψε στα κάτεργα, σε ανθρακωρυχεία και σε χυτήρια.
[μσν. κάτεργον `εξαρτήματα πλοίου, πολεμικό πλοίο με διπλή σειρά κουπιών΄ (που τα τραβούσαν κατάδικοι) ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. κάτεργος `επεξεργασμένος΄]