Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάβος
2 εγγραφές [1 - 2]
κάβος 1 ο [kávos] Ο18 : (ναυτ.) ακρωτήριο. (έκφρ.) παίρνω κάβο, για καράβι, όταν παρακάμπτει κάποιο ακρωτήριο και ως ΦΡ αρχίζω να καταλαβαίνω τι συμβαίνει· ΣYN ΦΡ παίρνω είδηση.

[μσν. κάβος < ιταλ. (γενοβ. διάλ.) cavo ]

κάβος 2 ο : (ναυτ.) χοντρό σκοινί με το οποίο δένουν τα αγκυροβολημένα καράβια· καραβόσκοινο: Έλυσαν τους κάβους και σαλπάρισε το πλοίο.

[μσν. κάβος < ιταλ. cavo ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες