Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιχθυοπώλης
1 εγγραφή
ιχθυοπώλης ο [ixθiopólis] Ο10 : ο επαγγελματίας πωλητής ψαριών· ψαράς.

[λόγ. < αρχ. ἰχθυοπώλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες