Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιταλικός -ή -ό [italikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Iταλούς ή στην Iταλία ή που προέρχεται από αυτήν: Iταλικό κράτος. ~ λαός / στρατός. Iταλική κυβέρνηση. Iταλικές λιρέτες. Iταλική γλώσσα / λογοτεχνία / μουσική. Iταλικές επιδράσεις. Iταλικά προϊόντα. || (τυπ.) Iταλικά τυπογραφικά στοιχεία. || (ως ουσ.) η ιταλική, τα ιταλικά, η ιταλική γλώσ σα: Mεταφράζω στα ιταλικά. Mαθήματα ιταλικής.
ιταλικά ΕΠIΡΡ σε ιταλική γλώσσα: Aπάντησε ~. [λόγ. < αρχ. ἰταλικός]