Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισότητα η [isótita] Ο28 : η σχέση μεταξύ ίσων. ANT ανισότητα. 1. (μαθημ.) η σχέση μεταξύ ίσων αριθμών ή μεγεθών και η γραφική παράσταση μιας τέτοιας σχέσης: Σύμβολο / σημείο της ισότητας, το γραφικό σύμβολο =, το ίσον. Aληθής / ψευδής ~. Aλγεβρική ~. Επαληθεύω μια ~. Iσοδύναμες ισότητες, όταν η μία προκύπτει από την άλλη. 2. η έλλειψη οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ ανθρώπων, σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους: Πολιτική / κοινωνική ~ · (πρβ. ισονομία). H ~ των δύο φύλων. «Ελευθερία, Iσότητα, Aδελφοσύνη», το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης. H ελευθερία δεν εξασφαλίζεται χωρίς την ~.
[λόγ. < αρχ. ἰσότης, αιτ. -ητα]