Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισόκυρος
1 εγγραφή
ισόκυρος -η -ο [isókiros] Ε5 : που έχει το ίδιο (νομικό) κύρος με άλλον· (πρβ. ισότιμος): Kαθιερώνεται ο πολιτικός γάμος ως ~ με το θρησκευτικό.

[λόγ. ισο- + κύρ(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες