Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισόκυρος -η -ο [isókiros] Ε5 : που έχει το ίδιο (νομικό) κύρος με άλλον· (πρβ. ισότιμος): Kαθιερώνεται ο πολιτικός γάμος ως ~ με το θρησκευτικό.
[λόγ. ισο- + κύρ(ος) -ος]