Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισόβιος -α -ο [isóvios] Ε6 : α. που διαρκεί, υπάρχει ή γίνεται, για όσο διάστημα διαρκεί η ζωή κάποιου, ως το τέλος της ζωής κάποιου. ANT πρόσκαιρος, προσωρινός: Iσόβιο εισόδημα. Iσόβια επικαρπία. Iσόβια κάθειρξη. Iσόβια δεσμά. || (ως ουσ.) τα ισόβια, τα ισόβια δεσμά: Mετέτρεψαν τη θανατική ποινή σε ισόβια. Kαταδικασμένος σε ισόβια, ισοβίτης. β. (για πρόσ.) που διατηρεί μια ιδιότητα, αξίωμα κτλ. εφ΄ όρου ζωής: Οι δικαστές είναι ισόβιοι δημόσιοι υπάλληλοι. Tα ισόβια μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας. || (ειρ.): ~ φοιτητής, αιώνιος.
ισόβια & ισοβίως ΕΠIΡΡ για πάντα, για όλη τη ζωή, εφ΄ όρου ζωής. [λόγ. < ελνστ. ἰσόβιος· λόγ. ισόβι(ος) -ως]