Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιστός 1 ο [istós] Ο17 : (λόγ.) 1. ~ πλοίου, κατάρτι ή άρμπουρο. 2. ~ σημαίας, κοντάρι, κοντός: H σημαία κυμάτιζε στον ιστό. 3. Yφαντικός ~, αργαλειός.
[λόγ. < αρχ. ἱστός]
- ιστός 2 ο : (βιολ.) 1. άθροισμα κυττάρων που έχουν μια όμοια υφή, κατασκευή και λειτουργία: Zωικοί ιστοί. Επιθηλιακός / ερειστικός / μυϊκός / νευρικός ~. Φυτικός ~. Συνδετικός* ~. 2. Ο ~ της αράχνης, το λεπτό πλέγμα που κατασκευάζει η αράχνη.
[λόγ.: 1: αρχ. ἱστός `υφάδι΄ σημδ. γαλλ. tissue· 2: αρχ. ἱστός]