Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιπποκράτειος -α -ο [ipokrátios] Ε6 : (λόγ.) ιπποκρατικός.
[λόγ. < ελνστ. ἱπποκράτειος]
- ιπποκρατικός -ή -ό [ipokratikós] Ε1 : που ανήκει στον Iπποκράτη, τον πατέρα της ιατρικής, που έχει διατυπωθεί από αυτόν: H ιπποκρατική διδασκαλία. Ο ~ όρκος, ο όρκος του Iπποκράτη, ο όρκος τον οποίο δίνουν οι γιατροί.
[λόγ. < γαλλ. hippocratique < Hippocrates < αρχ. Ἱπποκράτ(ης) -ique = -ικός]