Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιλύς
1 εγγραφή
ιλύς η [ilís] Ο γεν. ιλύος, αιτ. ιλύ : (λόγ.) λάσπη.

[λόγ. < αρχ. ἰλύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες