Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιλαρός
1 εγγραφή
ιλαρός -ή -ό [ilarós] Ε1 : χαρωπός, φαιδρός, εύθυμος.

[λόγ. < αρχ. ἱλαρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες