Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιεροσύνη η [ierosíni] Ο30α : α. η ιδιότητα και το αξίωμα του ιερέα, του κληρικού: Οι τρεις βαθμοί της ιεροσύνης: του διακόνου, του πρεσβυτέρου, του επισκόπου. β. ένα από τα μυστήρια της Aνατολικής και Δυτικής Xριστιανικής Εκκλησίας, κατά το οποίο ο χειροτονούμενος ιερέας δέχεται τη χάρη του Aγίου Πνεύματος.
[λόγ. < αρχ. ἱερωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]