Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιερατείο το [ieratío] Ο39 : α. το σύνολο των ιερέων μιας θρησκείας· (πρβ. κλήρος): Tο ~ της αρχαίας Aιγύπτου. || (ειδ.) οι ανώτερου βαθμού ιερείς οι οποίοι αποτελούν και μια λίγο ή πολύ κλειστή ηγετική ομάδα. β. (ειρ.) για πολιτική ηγετική ομάδα που, κατά την άποψη του ομιλητή, λειτουργεί με έναν τρόπο ανάλογο προς τα θρησκευτικά ιερατεία: Tο ~ του κόμματος.
[λόγ. < ελνστ. ἱερατεῖον]