Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδιόμορφος -η -ο [iδiómorfos] Ε5 : που έχει μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή μορφή, τέτοια που ξεφεύγει λίγο ή πολύ από την κανονική και συνηθισμένη· (πρβ. ιδιόρρυθμος, ιδιότυπος): Iδιόμορφο και παράξενο κτίριο. Iδιόμορφα χαρακτηριστικά. Iδιόμορφη χώρα / κατάσταση. || (φυσ.) ιδιόμορφα ορυκτά, που κατά το σχηματισμό τους δε δέχτηκαν την επίδραση άλλων στοιχείων.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιόμορφος]