Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδιοκτήτης ο [iδioktítis] Ο10 θηλ. ιδιοκτήτρια [iδioktítria] Ο27 : αυτός στον οποίο ανήκει κτ., αυτός που έχει δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω σε κτ.: Ο ~ ενός σπιτιού / ενός αγροκτήματος / ενός αυτοκινήτου. Ο ~ μιας εφημερίδας. || Οι ιδιοκτήτες γης (σε αντιδιαστολή προς τους ακτήμονες). H διαμάχη ενοικιαστών και ιδιοκτητών· (πρβ. εκμισθωτής).
[λόγ. ιδιο- + -κτήτης (πρβ. ελνστ. ἰδιοκτήτωρ) μτφρδ. γερμ. Εigenbesitzer· λόγ. ιδιοκτή(της) -τρια]