Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδεολογικός -ή -ό [iδeolojikós] Ε1 : που αναφέρεται σε ιδεολογία: Iδεολογικοί αγώνες. Iδεολογικές συζητήσεις. Οι πλάνες αυτές αντλούν την ισχύ τους όχι από την ουσία του φαινομένου, αλλά από τον ιδεολογικό τους καθορισμό.
ιδεολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. idéologique < idéo log(ie) = ιδεολογ(ία) -ique = -ικός]