Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδεολογία η [iδeolojía] Ο25 : 1. σύνολο ηθικών, κοινωνικών και φιλοσοφικών ιδεών, αρχών, απόψεων και αντιλήψεων· κοσμοθεωρία: Δεν προδίδω την ~ μου. || (με το περιεχόμενο που έδωσε στη λ. η μαρξιστική φιλοσοφία) το σύνολο των παραστάσεων, ιδεών, αξιών και κανόνων μιας κοινωνικής ομάδας: H ~ μιας κοινωνικής τάξης / μιας κοινωνίας / μιας εποχής. H ~ της άρχουσας τάξης. H κυρίαρχη ~. 2. η ανιδιοτελής προσήλωση σε κάποια ιδέα ή ηθική αρχή: Άσε τις ιδεολογίες και σκέψου τι θα κάνουμε.
[λόγ. < γαλλ. idéologie, γερμ. Ideologie < idéo-, Ideo- = ιδεο- + -logie = -λογία]