Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θύρσος
1 εγγραφή
θύρσος ο [θírsos] Ο18 : ραβδί από καλάμι περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού και αμπέλου, έμβλημα του Διονύσου.

[λόγ. < αρχ. θύρσος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες