Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θύλακας ο [θílakas] Ο5 & θύλακος ο [θílakos] Ο19 : 1. (λόγ.) μικρός σάκος ή κοιλότητα, ως όρος: α. (ανατ.) υμένας που σχηματίζει θήκη και που περιβάλλει όργανα του σώματος: Οι θύλακες των τριχών. β. (βοτ.) είδος καρπού με ξερό περικάρπιο μέσα στο οποίο συνήθ. υπάρχουν πολλά σπέρματα. 2. θέση που κατέχει ο αντίπαλος μέσα στο εχθρικό έδαφος: Mε ρίψεις αλεξιπτωτιστών δημιουργήθηκαν θύλακοι στα εχθρικά μετόπισθεν. Στην πόλη που κατέλαβε ο εχθρός έμεναν ακόμα μερικοί θύλακες αντίστασης.
[λόγ. < ελνστ. θύλαξ, αιτ. -ακα & αρχ. θύλακος `ασκί, σάκος΄, σημδ.: 1α: γαλλ. sac· 1β: γαλλ. sac embryonnaire· 2: γαλλ. poche]