Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θύμος ο [θímos] Ο18 : (ανατ.) ο ~ αδένας, ενδοκρινής αδένας ο οποίος βρίσκεται πίσω από το στέρνο, υπάρχει κατά τη βρεφική ηλικία και με την πάροδο του χρόνου ατροφεί προοδευτικά.
[λόγ. < ελνστ. θύμος]
- θυμός ο [θimós] Ο17 : έντονη δυσαρέσκεια η οποία εκδηλώνεται με εξίσου έντονο τρόπο: Kρίση / έκρηξη θυμού. Έγινε κόκκινος / χλώμιασε από το θυμό του. Συγκρατώ το θυμό μου. Πάνω στο θυμό του δεν ξέρει τι κάνει.
[αρχ. θυμός]
- θυμοσοφία η [θimosofía] Ο25 : η ιδιότητα του θυμόσοφου.
[λόγ. θυμόσοφ(ος) -ία]
- θυμόσοφος -η -ο [θimósofos] Ε5 : που έχει την έμφυτη τάση να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της καθημερινής ζωής με φιλοσοφική διάθεση, δηλαδή με ψυχική ηρεμία και ψυχραιμία.
[λόγ. < αρχ. θυμόσοφος `που έχει φυσική εξυπνάδα΄]