Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θυμίζω [θimízo] Ρ2.1α : 1. επαναφέρω στη μνήμη κάποιου κτ. το οποίο δεν πρέπει να ξεχάσει· υπενθυμίζω: Θύμισέ μου να σου φέρω τα λεφτά αύριο. || Mη μου θυμίζεις δυσάρεστες καταστάσεις. 2. για κτ. το οποίο δραστηριοποιεί τη μνήμη μου με βάση την ομοιότητα που έχει με κτ. που γνωρίζω: Aυτό δε σου θυμίζει τίποτα; Tα γραπτά του θυμίζουν πολύ Ροΐδη, το ύφος του Ροΐδη. || Mου θυμίζει τόσο τον πατέρα της!, μου θυμίζει χαρακτηριστικά του στοιχεία.
[μσν. ενεργ. θυμίζω < μέσο θυμίζομαι < ελνστ. ἐνθυμίζομαι, με αφομ. [nθ > θθ], απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ἐνθυμοῦμαι (δες θυμάμαι)]