Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θυγατέρα η [θiγatéra] Ο26 : 1. (οικ.) κόρη. ΠAΡ ΦΡ κατά μάνα* και πατέρα ή κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και ~. 2. (μτφ.) για κτ. που προέρχεται άμεσα από κτ. άλλο: H ιταλική γλώσσα είναι ~ της λατινικής.
[μσν. θυγατέρα < αρχ. θυγάτηρ, αιτ. -έρα]