Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θρύλος ο [θrílos] Ο18 : προφορική διήγηση, ως επί το πλείστον επαινετική ή εκπληκτική και θαυμαστή, για πρόσωπα, γεγονότα ή πράγματα του παρελθόντος, τα στοιχεία της οποίας βρίσκονται μεταξύ του μυθικού και του πιθανού: Ο ~ του μαρμαρωμένου βασιλιά. H μάχη των Θερμοπυλών ξεφεύγοντας από τα στενά ιστορικά πλαίσια έγινε ~. || για κτ. ή για κπ. με εκπληκτικές επιδόσεις στον τομέα του, γεγονός που τον έχει περιβάλει με μεγάλη αίγλη· (πρβ. μύθος): H Γκρέτα Γκάρμπο είναι ένας ~. Tο θωρηκτό Aβέρωφ έγινε ~. Ομάδα ~, συνήθ. για ποδοσφαιρική ομάδα.
[λόγ. < ελνστ. θρῦλος `φήμη΄, αρχ. σημ.: `θόρυβος΄]