Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θριαμβευτικός -ή -ό [θriamveftikós] Ε1 : 1. που χαρακτηρίζεται ως θρίαμβος: Θριαμβευτική νίκη / επιτυχία. 2. που έχει το χαρακτήρα θριάμβου, που συνοδεύεται από ζωηρές εκδηλώσεις θαυμασμού και επιδοκιμασίας: Θριαμβευτική είσοδος. Θριαμβευτική υποδοχή, πανηγυρική. 3. που ταιριάζει σε θριαμβευτή: Θριαμβευτικό ύφος.
θριαμβευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. θριαμβευτικός < θριαμβευτής μτφρδ. (ελνστ.) λατ. triumphalis]